Με πέρασε για άλλη
Η πεταλουδίτσα στην κουρτίνα με έκανε να ξεφύγω για λίγο από τα όνειρα του δεύτερου ύπνου.
Τι το ήθελα και ξανακοιμήθηκα όμως, τι το ήθελα;
Είδα έναν άντρα στον ύπνο μου. Ελαφρύ σαν πούπουλο και λιγνό.
Είχε γλιστρήσει σ’ έναν αφύσικα μεγάλο υπόνομο.
Καταματωμένος, αιωρούνταν πάνω από το απύθμενο κενό. Τον έπιασα με τα χέρια μου και τον τράβηξα έξω, σχεδόν τον σήκωσα στον αέρα.
Είδα την αγαπημένη μου φίλη να τσακίζεται από τα κύματα πάνω στις πέτρες. Την έσυρα κι αυτήν χωρίς κανένα αίσθημα κόπου.
Ύστερα χάθηκα ή μήπως ήταν πριν αυτό;
Με φιλούσες, λέει, όπως πάντα.
Ξύπνησα άδεια…
Με τη γεύση της νύχτας. Με την αίσθηση του κενού. Προστατευτικό άδειο. Γνώριμο κενό. Δεν ένιωθα τίποτα. Τα μάτια μου πλημμύριζαν δάκρυα, μα εγώ εμπόδιζα την ψυχή μου να νιώσει. Με νύχια και με δόντια την κράταγα στο χείλος ενός ορίζοντα γεγονότων. Ήθελε να βγει έξω, να συνειδητοποιήσει. Να πενθήσει. Δεν την άφηνα.
Ύστερα το μάτι μου έπεσε στην πεταλουδίτσα. Ακίνητη κάτω κάτω στην κουρτίνα. Ψυχούλες τις λέγαμε κάποτε. Ψυχές των αγαπημένων νεκρών, που νοστάλγησαν τις δικές μας και ήρθαν να μας ανταμώσουν.
Ξάφνου η αθάνατη ψυχή μου, καταδικασμένη να ακροβατεί στις παρυφές της ζωής και του θανάτου, χάθηκε σε μια άκρη στα βάθη του λυτρωτικού πόνου της μνήμης.
Γιωργία
Αμαλία
Αγαπημένοι μου παππούδες και γιαγιάδες
Γείτονες
Παλιοί σύντροφοι
Σία
Χωρίς σειρά. Χωρίς καμία σημειολογική καταγραφή στο Προσκλητήριο.
Κουλουριάστηκα σ’ αυτήν την άκρη, ζάρωσα, εκμηδενίστηκα.
Τι ωραία…
Θα έμενα εδώ, έτσι κι αλλιώς, πάντα κρυβόμουν.
Κανείς δεν θα το καταλάβαινε.
Θα έκανα πως η ζωή συνεχίζεται.
Αυτό ήθελα να ξέρουν από μένα.
Όλα τα υπόλοιπα τα είχα κρατήσει για τον έρωτα.
Την αλήθεια
Την παράδοση
Την υποταγή
Το πάντα
Μα κι εκείνος δεν είχε μάτια να με δει
Με πέρασε για άλλη
Ε.
14/4/2009